πατριαρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πατριαρχία | οι | πατριαρχίες |
| γενική | της | πατριαρχίας | των | πατριαρχιών |
| αιτιατική | την | πατριαρχία | τις | πατριαρχίες |
| κλητική | πατριαρχία | πατριαρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πατριαρχία θηλυκό
Μεταφράσεις
πατριαρχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.