πατούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πατούμενος η πατούμενη το πατούμενο
      γενική του πατούμενου της πατούμενης του πατούμενου
    αιτιατική τον πατούμενο την πατούμενη το πατούμενο
     κλητική πατούμενε πατούμενη πατούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πατούμενοι οι πατούμενες τα πατούμενα
      γενική των πατούμενων των πατούμενων των πατούμενων
    αιτιατική τους πατούμενους τις πατούμενες τα πατούμενα
     κλητική πατούμενοι πατούμενες πατούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

πατούμενος

  1. μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος πατώ
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πατούμενο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.