παστεριωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παστεριωμένος | η | παστεριωμένη | το | παστεριωμένο |
| γενική | του | παστεριωμένου | της | παστεριωμένης | του | παστεριωμένου |
| αιτιατική | τον | παστεριωμένο | την | παστεριωμένη | το | παστεριωμένο |
| κλητική | παστεριωμένε | παστεριωμένη | παστεριωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παστεριωμένοι | οι | παστεριωμένες | τα | παστεριωμένα |
| γενική | των | παστεριωμένων | των | παστεριωμένων | των | παστεριωμένων |
| αιτιατική | τους | παστεριωμένους | τις | παστεριωμένες | τα | παστεριωμένα |
| κλητική | παστεριωμένοι | παστεριωμένες | παστεριωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
παστεριωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.