παιπάλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παιπάλη | οι | παιπάλες |
| γενική | της | παιπάλης | των | παιπαλών |
| αιτιατική | την | παιπάλη | τις | παιπάλες |
| κλητική | παιπάλη | παιπάλες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παιπάλη < αρχαία ελληνική παιπάλη
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈpa.li/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πασπάλη
Μεταφράσεις
παιπάλη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.