νισεστές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νισεστές | οι | νισεστέδες |
| γενική | του | νισεστέ | των | νισεστέδων |
| αιτιατική | τον | νισεστέ | τους | νισεστέδες |
| κλητική | νισεστέ | νισεστέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
νισεστές αρσενικό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- νισαστόν (ποντιακή κρέμα)
Αναφορές
- νισεστές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.