νισεστές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νισεστές οι νισεστέδες
      γενική του νισεστέ των νισεστέδων
    αιτιατική τον νισεστέ τους νισεστέδες
     κλητική νισεστέ νισεστέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νισεστές < (άμεσο δάνειο) τουρκική nişasta + με τροπή [a] > [e][1] < περσική نشاسته (nişāsta, άμυλο)

Ουσιαστικό

νισεστές αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • νισαστόν (ποντιακή κρέμα)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.