πάσπαλη
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- πάσπαλη < πασπάλη με μετακίνηση τόνου < αρχαία ελληνική πασπάλη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpa.spa.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐σπα‐λη
- τονικά παρώνυμα: πασπάλη, πασπάλι
Μεταφράσεις
πάσπαλη
|
Πηγές
- πασπάλη (& πάσπαλη, πασπάλι) σελ.5578 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- πασπάλη (& πάσπαλη, πασπάλι) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.