πασπάλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασπάλι τα πασπάλια
      γενική του πασπαλιού των πασπαλιών
    αιτιατική το πασπάλι τα πασπάλια
     κλητική πασπάλι πασπάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πασπάλι < αρχαία ελληνική πασπάλη

Ουσιαστικό

πασπάλι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.