πασιέντσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πασιέντσα | οι | πασιέντσες |
| γενική | της | πασιέντσας | — | |
| αιτιατική | την | πασιέντσα | τις | πασιέντσες |
| κλητική | πασιέντσα | πασιέντσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πασιέντσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pazienza < λατινική patientia (υπομονή) < patiens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος patior < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ph₁-tós < *peh₁- (πληγώνω)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.