πασάλειμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασάλειμμα τα πασαλείμματα
      γενική του πασαλείμματος των πασαλειμμάτων
    αιτιατική το πασάλειμμα τα πασαλείμματα
     κλητική πασάλειμμα πασαλείμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πασάλειμμα < πασαλείβω + -μα

Ουσιαστικό

πασάλειμμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.