επάλειμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επάλειμμα τα επαλείμματα
      γενική του επαλείμματος των επαλειμμάτων
    αιτιατική το επάλειμμα τα επαλείμματα
     κλητική επάλειμμα επαλείμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επάλειμμα < ελληνιστική κοινή ἐπάλειμμα < αρχαία ελληνική ἐπαλείφω < ἀλείφω

Ουσιαστικό

επάλειμμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα του επαλείφω
  2. η αλοιφή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.