παρόπλιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρόπλιση | οι | παροπλίσεις |
| γενική | της | παρόπλισης* | των | παροπλίσεων |
| αιτιατική | την | παρόπλιση | τις | παροπλίσεις |
| κλητική | παρόπλιση | παροπλίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παροπλίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρόπλιση < παροπλίζω + -ση < ελληνιστική κοινή παροπλίζω < παρά + αρχαία ελληνική ὁπλίζω < ὅπλον
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈɾo.pli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρό‐πλι‐ση
Μεταφράσεις
παρόπλιση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.