παρυφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρυφή οι παρυφές
      γενική της παρυφής των παρυφών
    αιτιατική την παρυφή τις παρυφές
     κλητική παρυφή παρυφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρυφή < (ελληνιστική κοινή) παρυφή < παρά + ὑφή

Ουσιαστικό

παρυφή θηλυκό

  1. μια μικρή λωρίδα στην άκρη ενός υφάσματος
     συνώνυμα: ούγια
  2. (μεταφορικά) η άκρη μιας έκτασης ή περιοχής
     συνώνυμα: εσχατιά, σύνορο, απόληξη, χείλος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.