ούγια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ούγια | οι | ούγιες |
| γενική | της | ούγιας | — | |
| αιτιατική | την | ούγια | τις | ούγιες |
| κλητική | ούγια | ούγιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ούγια < πιθανόν, μεσαιωνική ελληνική οὔγια < ελληνιστική κοινή ὤια ή ὠία ασυναίρετο για την < αρχαία ελληνική ᾤα ή ὄα (άκρη υφάσματος, δέρμα προβάτου). Δείτε και ὄϊς (πρόβατο). Δεν είναι πιθανό ένα αντιδάνειο από την τουρκική oya, αραβικής προέλευσης.[1][2][3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈu.ʝa/
Εκφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ούγια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Σταματάκος, Ιωάννης. (1972) Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.