παρτσινέβελος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | παρτσινέβελος | οι | παρτσινέβελοι |
| γενική | του/της | παρτσινέβελου | των | παρτσινέβελων |
| αιτιατική | τον/την | παρτσινέβελο | τους/τις | παρτσινέβελους |
| κλητική | παρτσινέβελε | παρτσινέβελοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
παρτσινέβελος αρσενικό ή θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) συμπλοιοκτήτης, συνιδιοκτήτης, μεριδιούχος
- ※ Στα 15 τον έβαλε ο πατέρας του παρτσινέβελο, δηλαδή μεριδιούχο στο πλοίο του, και στα 18 του ναυπήγησε την πρώτη γαλιότα. (Ιωάννης Βαρβάκης)
- ※ Τα βιβλία του τυπώνονταν στα καλύτερα τυπογραφεία της Αθήνας και, όπως γράφει στην Προσωπική Ικαρολογία το 1993 ο Γ.Π. Σαββίδης, «σιγά-σιγά, όλες οι εκδόσεις του Ίκαρου απόκτησαν ένα διακεκριμένο ύφος, εν μέρει οφειλόμενο στην εικαστική ευαισθησία των δύο παρτσινέβελων (συνιδιοκτητών), και στην προσωπική τους φιλία με τον Μόραλη και τον Τσαρούχη». (Εφημερίδα Το Βήμα, 10/8/1997)
- (ιδιωματικό) νοικοκύρης
- (ιδιωματικό) αφεντικό, αφέντης
Συγγενικά
- Παρτσινέβελος (επώνυμο)
Μεταφράσεις
παρτσινέβελος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.