συνιδιοκτήτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συνιδιοκτήτης | οι | συνιδιοκτήτες |
| γενική | του | συνιδιοκτήτη | των | συνιδιοκτητών |
| αιτιατική | τον | συνιδιοκτήτη | τους | συνιδιοκτήτες |
| κλητική | συνιδιοκτήτη | συνιδιοκτήτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνιδιοκτήτης < συν- + ιδιοκτήτης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική copropriétaire) [1]
Ουσιαστικό
συνιδιοκτήτης αρσενικό (θηλυκό συνιδιοκτήτρια)
- ιδιοκτήτης ενός πράγματος από κοινού με κάποιον άλλον ή κάποιους άλλους
Συνώνυμα
- παρτσινέβελος (ιδιωματικό)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συνιδιοκτήτης
Αναφορές
- συνιδιοκτήτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.