παριζιάνικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παριζιάνικος | η | παριζιάνικη | το | παριζιάνικο |
| γενική | του | παριζιάνικου | της | παριζιάνικης | του | παριζιάνικου |
| αιτιατική | τον | παριζιάνικο | την | παριζιάνικη | το | παριζιάνικο |
| κλητική | παριζιάνικε | παριζιάνικη | παριζιάνικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παριζιάνικοι | οι | παριζιάνικες | τα | παριζιάνικα |
| γενική | των | παριζιάνικων | των | παριζιάνικων | των | παριζιάνικων |
| αιτιατική | τους | παριζιάνικους | τις | παριζιάνικες | τα | παριζιάνικα |
| κλητική | παριζιάνικοι | παριζιάνικες | παριζιάνικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παριζιάνικος < παριζιάν(ος) + -ικος < γαλλική parisien, (προφορά /pa.ʁi.zjɛ̃/)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾiˈzi̯a.ni.kos/ & /pa.ɾiˈzʝa.ni.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρι‐ζιά‐νι‐κος
Αναφορές
- παριζιάνικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.