παριζιάνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παριζιάνος οι παριζιάνοι
      γενική του παριζιάνου των παριζιάνων
    αιτιατική τον παριζιάνο τους παριζιάνους
     κλητική παριζιάνε παριζιάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾiˈzi̯a.nos/ & /pa.ɾiˈzʝa.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παριζιάνος

Ουσιαστικό

παριζιάνος αρσενικό (θηλυκό παριζιάνα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.