παρεμφατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρεμφατικός η παρεμφατική το παρεμφατικό
      γενική του παρεμφατικού της παρεμφατικής του παρεμφατικού
    αιτιατική τον παρεμφατικό την παρεμφατική το παρεμφατικό
     κλητική παρεμφατικέ παρεμφατική παρεμφατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρεμφατικοί οι παρεμφατικές τα παρεμφατικά
      γενική των παρεμφατικών των παρεμφατικών των παρεμφατικών
    αιτιατική τους παρεμφατικούς τις παρεμφατικές τα παρεμφατικά
     κλητική παρεμφατικοί παρεμφατικές παρεμφατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρεμφατικός < ελληνιστική κοινή παρεμφατικός < αρχαία ελληνική παρεμφαίνω < φαίνω

Επίθετο

παρεμφατικός

  1. που παρεμφαίνει
  2. (για τύπο ρήματος) που έχει πρόσωπο και αριθμό
     αντώνυμα: απαρεμφατικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.