παρβοϊός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παρβοϊός | οι | παρβοϊοί |
| γενική | του | παρβοϊού | των | παρβοϊών |
| αιτιατική | τον | παρβοϊό | τους | παρβοϊούς |
| κλητική | παρβοϊέ | παρβοϊοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρβοϊός < λατινική parvus + ιός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική parvovirus)
Προφορά
- ΔΦΑ : /par.vo.iˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐βο‐ι‐ός
Ουσιαστικό
παρβοϊός αρσενικό
- (ιατρική) μονόκλωνος DNA ιός που προσβάλλει κυρίως ζώα (ο parvovirus B19 προσβάλλει και ανθρώπους)
-
Parvovirus στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
παρβοϊός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.