παραχορτασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραχορτασμένος | η | παραχορτασμένη | το | παραχορτασμένο |
| γενική | του | παραχορτασμένου | της | παραχορτασμένης | του | παραχορτασμένου |
| αιτιατική | τον | παραχορτασμένο | την | παραχορτασμένη | το | παραχορτασμένο |
| κλητική | παραχορτασμένε | παραχορτασμένη | παραχορτασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραχορτασμένοι | οι | παραχορτασμένες | τα | παραχορτασμένα |
| γενική | των | παραχορτασμένων | των | παραχορτασμένων | των | παραχορτασμένων |
| αιτιατική | τους | παραχορτασμένους | τις | παραχορτασμένες | τα | παραχορτασμένα |
| κλητική | παραχορτασμένοι | παραχορτασμένες | παραχορτασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραχορτασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραχορταίνω[1]
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.