υπερκορεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερκορεσμένος | η | υπερκορεσμένη | το | υπερκορεσμένο |
| γενική | του | υπερκορεσμένου | της | υπερκορεσμένης | του | υπερκορεσμένου |
| αιτιατική | τον | υπερκορεσμένο | την | υπερκορεσμένη | το | υπερκορεσμένο |
| κλητική | υπερκορεσμένε | υπερκορεσμένη | υπερκορεσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερκορεσμένοι | οι | υπερκορεσμένες | τα | υπερκορεσμένα |
| γενική | των | υπερκορεσμένων | των | υπερκορεσμένων | των | υπερκορεσμένων |
| αιτιατική | τους | υπερκορεσμένους | τις | υπερκορεσμένες | τα | υπερκορεσμένα |
| κλητική | υπερκορεσμένοι | υπερκορεσμένες | υπερκορεσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερκορεσμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
υπερκορεσμένος
- που έχει κορεστεί σε υπερβολικό βαθμό, γεμάτος πέρα από τα όρια
- (χημεία) για διάλυμα που περιέχει μεγαλύτερη ποσότητα μιας ουσίας διαλυμένης μέσα του απ' όση θα μπορούσε κατά κανονικές συνθήκες
Μεταφράσεις
υπερκορεσμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.