παρατρώω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈtɾo.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐τρώ‐ω
Ρήμα
παρατρώω, πρτ.: παράτρωγα/παραέτρωγα, απαρ.: παραφάει, αόρ.: παράφαγα/παραέφαγα, μτχ.π.π.: παραφαγωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- τρώω παραπάνω από το κανονικό, υπερβολικά
- παρατρώγω (σπανιότερο)
Συνώνυμα
- ντερλικώνω
- τρώω του σκασμού, τρώω μέχρι σκασμού
- την κάνω ταράτσα, την ταρατσώνω
- → δείτε και τις λέξεις χλαπακιάζω και μπουκώνω
Συγγενικά
- παραφαγωμένος
- → δείτε τις λέξεις παρά και τρώω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- παρατρώω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.