παρατρώω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρατρώω < παρα- (υπερβολικά, πάρα πολύ) + τρώω. Διαφορετική η αρχαία ελληνική παρατρώγω (τραγανίζω).[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈtɾo.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρατρώω

Ρήμα

παρατρώω, πρτ.: παράτρωγα/παραέτρωγα, απαρ.: παραφάει, αόρ.: παράφαγα/παραέφαγα, μτχ.π.π.: παραφαγωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.