ντερλικώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ντερλικώνω < (άμεσο δάνειο) τουρκική dirlik (πλούσια ζωή, ευημερία) + -ώνω

Ρήμα

ντερλικώνω (χωρίς παθητική φωνή)

  • (λαϊκότροπο) τρώω μέχρι σκασμού, υπερβολικά

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.