ντερλικώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ντερλικώνω < (άμεσο δάνειο) τουρκική dirlik (πλούσια ζωή, ευημερία) + -ώνω
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ντερλικώνω | ντερλίκωνα | θα ντερλικώνω | να ντερλικώνω | ντερλικώνοντας | |
| β' ενικ. | ντερλικώνεις | ντερλίκωνες | θα ντερλικώνεις | να ντερλικώνεις | ντερλίκωνε | |
| γ' ενικ. | ντερλικώνει | ντερλίκωνε | θα ντερλικώνει | να ντερλικώνει | ||
| α' πληθ. | ντερλικώνουμε | ντερλικώναμε | θα ντερλικώνουμε | να ντερλικώνουμε | ||
| β' πληθ. | ντερλικώνετε | ντερλικώνατε | θα ντερλικώνετε | να ντερλικώνετε | ντερλικώνετε | |
| γ' πληθ. | ντερλικώνουν(ε) | ντερλίκωναν ντερλικώναν(ε) |
θα ντερλικώνουν(ε) | να ντερλικώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ντερλίκωσα | θα ντερλικώσω | να ντερλικώσω | ντερλικώσει | ||
| β' ενικ. | ντερλίκωσες | θα ντερλικώσεις | να ντερλικώσεις | ντερλίκωσε | ||
| γ' ενικ. | ντερλίκωσε | θα ντερλικώσει | να ντερλικώσει | |||
| α' πληθ. | ντερλικώσαμε | θα ντερλικώσουμε | να ντερλικώσουμε | |||
| β' πληθ. | ντερλικώσατε | θα ντερλικώσετε | να ντερλικώσετε | ντερλικώστε | ||
| γ' πληθ. | ντερλίκωσαν ντερλικώσαν(ε) |
θα ντερλικώσουν(ε) | να ντερλικώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ντερλικώσει | είχα ντερλικώσει | θα έχω ντερλικώσει | να έχω ντερλικώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ντερλικώσει | είχες ντερλικώσει | θα έχεις ντερλικώσει | να έχεις ντερλικώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ντερλικώσει | είχε ντερλικώσει | θα έχει ντερλικώσει | να έχει ντερλικώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ντερλικώσει | είχαμε ντερλικώσει | θα έχουμε ντερλικώσει | να έχουμε ντερλικώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ντερλικώσει | είχατε ντερλικώσει | θα έχετε ντερλικώσει | να έχετε ντερλικώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ντερλικώσει | είχαν ντερλικώσει | θα έχουν ντερλικώσει | να έχουν ντερλικώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.