τραγανίζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾa.ɣaˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐γα‐νί‐ζω
Ρήμα
τραγανίζω (παθητική φωνή: τραγανίζομαι)
- τρώω κάτι τραγανό παράγοντας κατά το μάσημα χαρακτηριστικό θόρυβο κατά το θρυμμάτισμά του
- (μεταφορικά) ξοδεύω σε μικρές δόσεις κάθε φορά ένα χρηματικό ποσό (ή άλλο περιουσιακό στοιχείο) που περιέρχεται στην κατοχή μου
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τραγανός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τραγανίζω | τραγάνιζα | θα τραγανίζω | να τραγανίζω | τραγανίζοντας | |
| β' ενικ. | τραγανίζεις | τραγάνιζες | θα τραγανίζεις | να τραγανίζεις | τραγάνιζε | |
| γ' ενικ. | τραγανίζει | τραγάνιζε | θα τραγανίζει | να τραγανίζει | ||
| α' πληθ. | τραγανίζουμε | τραγανίζαμε | θα τραγανίζουμε | να τραγανίζουμε | ||
| β' πληθ. | τραγανίζετε | τραγανίζατε | θα τραγανίζετε | να τραγανίζετε | τραγανίζετε | |
| γ' πληθ. | τραγανίζουν(ε) | τραγάνιζαν τραγανίζαν(ε) |
θα τραγανίζουν(ε) | να τραγανίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τραγάνισα | θα τραγανίσω | να τραγανίσω | τραγανίσει | ||
| β' ενικ. | τραγάνισες | θα τραγανίσεις | να τραγανίσεις | τραγάνισε | ||
| γ' ενικ. | τραγάνισε | θα τραγανίσει | να τραγανίσει | |||
| α' πληθ. | τραγανίσαμε | θα τραγανίσουμε | να τραγανίσουμε | |||
| β' πληθ. | τραγανίσατε | θα τραγανίσετε | να τραγανίσετε | τραγανίστε | ||
| γ' πληθ. | τραγάνισαν τραγανίσαν(ε) |
θα τραγανίσουν(ε) | να τραγανίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τραγανίσει | είχα τραγανίσει | θα έχω τραγανίσει | να έχω τραγανίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τραγανίσει | είχες τραγανίσει | θα έχεις τραγανίσει | να έχεις τραγανίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τραγανίσει | είχε τραγανίσει | θα έχει τραγανίσει | να έχει τραγανίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τραγανίσει | είχαμε τραγανίσει | θα έχουμε τραγανίσει | να έχουμε τραγανίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τραγανίσει | είχατε τραγανίσει | θα έχετε τραγανίσει | να έχετε τραγανίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τραγανίσει | είχαν τραγανίσει | θα έχουν τραγανίσει | να έχουν τραγανίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.