παρατροπή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρατροπή οι παρατροπές
      γενική της παρατροπής των παρατροπών
    αιτιατική την παρατροπή τις παρατροπές
     κλητική παρατροπή παρατροπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρατροπή < αρχαία ελληνική παρατροπή < παρατρέπω < παρά + τρέπω

Ουσιαστικό

παρατροπή θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρατρέπω
  2. (παρωχημένο) ταραχή, σύγχυση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.