παρασύνθετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρασύνθετος | η | παρασύνθετη | το | παρασύνθετο |
| γενική | του | παρασύνθετου | της | παρασύνθετης | του | παρασύνθετου |
| αιτιατική | τον | παρασύνθετο | την | παρασύνθετη | το | παρασύνθετο |
| κλητική | παρασύνθετε | παρασύνθετη | παρασύνθετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρασύνθετοι | οι | παρασύνθετες | τα | παρασύνθετα |
| γενική | των | παρασύνθετων | των | παρασύνθετων | των | παρασύνθετων |
| αιτιατική | τους | παρασύνθετους | τις | παρασύνθετες | τα | παρασύνθετα |
| κλητική | παρασύνθετοι | παρασύνθετες | παρασύνθετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρασύνθετος < ελληνιστική κοινή παρασύνθετος[1] < αρχαία ελληνική παρά + συντίθημι < τίθημι
Επίθετο
παρασύνθετος
- (γραμματική) ο παράγωγος από μια σύνθετη λέξη
- (ουσιαστικοποιημένο) παρασύνθετο: λέξη σχηματισμένη με παρασύνθεση
Συγγενικά
- παρασύνθεση
- → δείτε τις λέξεις παρά και σύνθετος
Μεταφράσεις
- παρασύνθετος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.