παραπληροφορημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραπληροφορημένος η παραπληροφορημένη το παραπληροφορημένο
      γενική του παραπληροφορημένου της παραπληροφορημένης του παραπληροφορημένου
    αιτιατική τον παραπληροφορημένο την παραπληροφορημένη το παραπληροφορημένο
     κλητική παραπληροφορημένε παραπληροφορημένη παραπληροφορημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραπληροφορημένοι οι παραπληροφορημένες τα παραπληροφορημένα
      γενική των παραπληροφορημένων των παραπληροφορημένων των παραπληροφορημένων
    αιτιατική τους παραπληροφορημένους τις παραπληροφορημένες τα παραπληροφορημένα
     κλητική παραπληροφορημένοι παραπληροφορημένες παραπληροφορημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραπληροφορημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραπληροφορώ

Μετοχή

παραπληροφορημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.