παρακινημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακινημένος η παρακινημένη το παρακινημένο
      γενική του παρακινημένου της παρακινημένης του παρακινημένου
    αιτιατική τον παρακινημένο την παρακινημένη το παρακινημένο
     κλητική παρακινημένε παρακινημένη παρακινημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακινημένοι οι παρακινημένες τα παρακινημένα
      γενική των παρακινημένων των παρακινημένων των παρακινημένων
    αιτιατική τους παρακινημένους τις παρακινημένες τα παρακινημένα
     κλητική παρακινημένοι παρακινημένες παρακινημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρακινημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρακινώ, παρακινούμαι

Μετοχή

παρακινημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.