παραγνώρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραγνώρισμα | τα | παραγνωρίσματα |
| γενική | του | παραγνωρίσματος | των | παραγνωρισμάτων |
| αιτιατική | το | παραγνώρισμα | τα | παραγνωρίσματα |
| κλητική | παραγνώρισμα | παραγνωρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραγνώρισμα < παραγνωρίζω + -μα
Ουσιαστικό
παραγνώρισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του παραγνωρίζω
- ο σχηματισμός λανθασμένης αντίληψης για κάτι
- η μη αναγνώριση κάποιου προσώπου ή πράγματος
- η πολύ καλή γνωριμία με κάποιον και η οικεία συμπεριφορά που έχω προς αυτόν
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παραγνωρίζω και γνωρίζω
Μεταφράσεις
παραγνώρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.