παραγνωρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραγνωρισμένος η παραγνωρισμένη το παραγνωρισμένο
      γενική του παραγνωρισμένου της παραγνωρισμένης του παραγνωρισμένου
    αιτιατική τον παραγνωρισμένο την παραγνωρισμένη το παραγνωρισμένο
     κλητική παραγνωρισμένε παραγνωρισμένη παραγνωρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραγνωρισμένοι οι παραγνωρισμένες τα παραγνωρισμένα
      γενική των παραγνωρισμένων των παραγνωρισμένων των παραγνωρισμένων
    αιτιατική τους παραγνωρισμένους τις παραγνωρισμένες τα παραγνωρισμένα
     κλητική παραγνωρισμένοι παραγνωρισμένες παραγνωρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραγνωρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραγνωρίζω

Μετοχή

παραγνωρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.