παρίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρίας οι παρίες
      γενική του παρία των παριών
    αιτιατική τον παρία τους παρίες
     κλητική παρία παρίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρίας < (λόγιο δάνειο) αγγλική pariah < ταμίλ பறையர் (paṟaiyar, τυμπανιστές), πληθυντικός του பறையன் (paṟaiyaṉ)

Ουσιαστικό

παρίας αρσενικό

  1. άτομο με περιορισμένα δικαιώματα, ο παρακατιανός, ο κοινωνικά εξαθλιωμένος ή υποδεέστερος
    το ομορφόπαιδο ο Μιχάλης είναι ένας άεργος παρίας τον οποίο θα χωρίσεις· ας αλλάξουμε θέμα τώρα
  2. (μεταφορικά) άτομο το οποίο δεν είναι αποδεκτό απ' το κατεστημένο
    η επιστημονική κοινότητα τον θεωρούσε παρία όσο ζούσε, λόγω της εκκεντρικότητάς του, και της ανικανότητάς του να οργανώνει και να ανήκει σε ομάδες στοχαστών

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.