παρακατιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρακατιανός | η | παρακατιανή | το | παρακατιανό |
| γενική | του | παρακατιανού | της | παρακατιανής | του | παρακατιανού |
| αιτιατική | τον | παρακατιανό | την | παρακατιανή | το | παρακατιανό |
| κλητική | παρακατιανέ | παρακατιανή | παρακατιανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρακατιανοί | οι | παρακατιανές | τα | παρακατιανά |
| γενική | των | παρακατιανών | των | παρακατιανών | των | παρακατιανών |
| αιτιατική | τους | παρακατιανούς | τις | παρακατιανές | τα | παρακατιανά |
| κλητική | παρακατιανοί | παρακατιανές | παρακατιανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
παρακατιανός, -ή, -ό
- που ανήκει σε κατώτερη κοινωνική τάξη
- κατώτερης ποιότητας, αμφισβητούμενης αξίας
Συγγενικά
- παρακατιανά
- → δείτε τις λέξεις παρακάτω, παρά και κάτω
Ουσιαστικό
παρακατιανός αρσενικό (θηλυκό παρακατιανή)
- κάποιος που ανήκει σε κατώτερη κοινωνική τάξη
- κάποιος που είναι κατώτερης ποιότητας ή αμφισβητούμενης αξίας
- δευτεράντζα
- μπασκλάς
- φτωχός συγγενής
Μεταφράσεις
παρακατιανός
- παρακατιανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.