παρένθεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρένθεση | οι | παρενθέσεις |
| γενική | της | παρένθεσης* | των | παρενθέσεων |
| αιτιατική | την | παρένθεση | τις | παρενθέσεις |
| κλητική | παρένθεση | παρενθέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παρενθέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρένθεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρένθεσις & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική parenthèse < υστερολατινική parenthesis < υστερολατινική παρένθεσις [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈɾen.θe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρέν‐θε‐ση
Ουσιαστικό
παρένθεση θηλυκό
- σημείο στίξης με τα σύμβολα ( ) που περικλείουν λέξεις ή φράσεις συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές στον λόγο
- οι λέξεις ή φράσεις που κλείνονται εντός του παραπάνω σημείου στίξης
- (μεταφορικά) ό,τι ξεφεύγει από την ομοιομορφία ή μια ομοιόμορφη ροή και την διακόπτει
Μεταφράσεις
Αναφορές
- παρένθεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.