παράσπιτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράσπιτο τα παράσπιτα
      γενική του παράσπιτου των παράσπιτων
    αιτιατική το παράσπιτο τα παράσπιτα
     κλητική παράσπιτο παράσπιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράσπιτο < παρα- + σπίτι + -ο

Ουσιαστικό

παράσπιτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.