παράσπιτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παράσπιτο | τα | παράσπιτα |
| γενική | του | παράσπιτου | των | παράσπιτων |
| αιτιατική | το | παράσπιτο | τα | παράσπιτα |
| κλητική | παράσπιτο | παράσπιτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παράσπιτο ουδέτερο
- σπιτάκι ή άλλο οίκημα (ως βοηθητικός / αποθηκευτικός χώρος) δίπλα σε κυρίως σπίτι ή οικοδόμημα
Μεταφράσεις
παράσπιτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.