παράδοξα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παράδοξα < παράδοξος

Επίρρημα

παράδοξα

  1. με παράδοξο τρόπο
    ήταν παράδοξα χαριτωμένος ο τρόπος που έτρεμε το χείλι της

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.