παπάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παπάρα | οι | παπάρες |
| γενική | της | παπάρας | των | (παπαρών) |
| αιτιατική | την | παπάρα | τις | παπάρες |
| κλητική | παπάρα | παπάρες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παπάρα < (άμεσο δάνειο) τουρκική papara < σλαβικής προέλευσης popara < popariam
Ουσιαστικό
παπάρα θηλυκό
- το ψωμί που βουτάμε σε υγρό ώστε να απορροφηθεί μια ποσότητα και κατόπιν να φαγωθεί π.χ. η παπάρα στο λάδι που μένει στη σαλάτα (π.χ. στη χωριάτικη) ή στο γάλα.
- η βλακεία, βλακώδης λόγος ή ενέργεια, ≈ συνώνυμα: παπαριά
- Τι παπάρες λες...
-
παπάρα στη Βικιπαίδεια

- λαδομπούκι
- παπάρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.