παπάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παπάρα οι παπάρες
      γενική της παπάρας των (παπαρών)
    αιτιατική την παπάρα τις παπάρες
     κλητική παπάρα παπάρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παπάρα < (άμεσο δάνειο) τουρκική papara < σλαβικής προέλευσης popara < popariam

Ουσιαστικό

παπάρα θηλυκό

  1. το ψωμί που βουτάμε σε υγρό ώστε να απορροφηθεί μια ποσότητα και κατόπιν να φαγωθεί π.χ. η παπάρα στο λάδι που μένει στη σαλάτα (π.χ. στη χωριάτικη) ή στο γάλα.
  2. η βλακεία, βλακώδης λόγος ή ενέργεια,  συνώνυμα: παπαριά
    Τι παπάρες λες...


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.