παπαριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παπαριά οι παπαριές
      γενική της παπαριάς των παπαριών
    αιτιατική την παπαριά τις παπαριές
     κλητική παπαριά παπαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παπαριά < παπάρι + -ιά

Ουσιαστικό

παπαριά θηλυκό

  1. (χυδαίο) χαζά λόγια, κουτές ιδέες
  2. (χυδαίο) κουταμάρα, βλακεία, μέγα σφάλμα, ανουσιότητα, μαλακία, χαζομάρα
  3. (χυδαίο) άτσαλη ενέργεια, σφάλμα, αγαρμποσύνη

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.