παπάρας

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία el

παπάρας < παπάρα (φαγητό από βρεγμένο ψωμί, πιάτο των Βαλκανίων)

Ουσιαστικό

παπάρας αρσενικό και παπαρδέλας (πληθυντικός : παπάρες)

  • άνθρωπος που λέει λόγια κενά περιεχομένου, κενολόγος, ανόητος
      Θα γίνω όμως, παίδες, και άμα γίνω, δεν θέλω να βγει κάνας παπάρας και να μου πει ότι δεν μπορώ να διεκδικήσω […]
    Στέλλα Τσάμου, Το κορίτσι του διπλανού portal κυκλοφορεί και απορεί (Αθήνα: Καστανιώτης, 2011) .

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.