πανσπερμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανσπερμικός η πανσπερμική το πανσπερμικό
      γενική του πανσπερμικού της πανσπερμικής του πανσπερμικού
    αιτιατική τον πανσπερμικό την πανσπερμική το πανσπερμικό
     κλητική πανσπερμικέ πανσπερμική πανσπερμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανσπερμικοί οι πανσπερμικές τα πανσπερμικά
      γενική των πανσπερμικών των πανσπερμικών των πανσπερμικών
    αιτιατική τους πανσπερμικούς τις πανσπερμικές τα πανσπερμικά
     κλητική πανσπερμικοί πανσπερμικές πανσπερμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανσπερμικός < γαλλική panspermique < panspermie < αρχαία ελληνική πανσπερμία (αντιδάνειο) < παν- + σπέρμα < σπείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sper-

Προφορά

ΔΦΑ : /pan.speɾ.miˈkos/

Επίθετο

πανσπερμικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την πανσπερμία, ανήκει σ’ αυτήν ή αναφέρεται σ’ αυτήν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.