παναραβιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παναραβιστής οι παναραβιστές
      γενική του παναραβιστή των παναραβιστών
    αιτιατική τον παναραβιστή τους παναραβιστές
     κλητική παναραβιστή παναραβιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παναραβιστής < παναραβ(ισμός) + -ιστής[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.na.ɾa.viˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παναραβιστής

Ουσιαστικό

παναραβιστής αρσενικό (θηλυκό παναραβίστρια)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.