παλαιοντολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | παλαιοντολόγος | οι | παλαιοντολόγοι |
| γενική | του/της | παλαιοντολόγου | των | παλαιοντολόγων |
| αιτιατική | τον/την | παλαιοντολόγο | τους/τις | παλαιοντολόγους |
| κλητική | παλαιοντολόγε | παλαιοντολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλαιοντολόγος < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική paléontologue. Μορφολογικά αναλύεται σε (παλαιο-) παλαιά + όντα + -ο- + -λόγος[1]
Ουσιαστικό
παλαιοντολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας ο ειδικευμένος στην παλαιοντολογία
Μεταφράσεις
παλαιοντολόγος
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.