παλαιογεωλογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλαιογεωλογία οι παλαιογεωλογίες
      γενική της παλαιογεωλογίας των παλαιογεωλογιών
    αιτιατική την παλαιογεωλογία τις παλαιογεωλογίες
     κλητική παλαιογεωλογία παλαιογεωλογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλαιογεωλογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paleogeology < αρχαία ελληνική παλαιός + γῆ + λέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.le.o.ʝe.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παλαιογεωλογία

Ουσιαστικό

παλαιογεωλογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.