παιδοψυχίατρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η παιδοψυχίατρος οι παιδοψυχίατροι
      γενική του/της
του
παιδοψυχιάτρου
παιδοψυχίατρου
των παιδοψυχιάτρων
    αιτιατική τον/την παιδοψυχίατρο τους/τις
τους
παιδοψυχιάτρους
παιδοψυχίατρους
     κλητική παιδοψυχίατρε παιδοψυχίατροι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιδοψυχίατρος < παιδοψυχ(ιατρική) παιδο- + ψυχ- + -ίατρος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ðo.psiˈçi.a.tɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παιδοψυχίατρος

Ουσιαστικό

παιδοψυχίατρος αρσενικό ή θηλυκό

  • (ιατρική, επάγγελμα) ο ψυχίατρος που έχει ειδικευτεί στην αντιμετώπιση προβλημάτων της παιδικής ηλικίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.