παιδο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παιδο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παιδο- < παῖς. Συγχρονικά αναλύεται σε παιδ(ί) + -ο-
- για σύγχρονους όρους, επιστημονικούς < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική paedo- < αρχαία ελληνική παιδίον (όπως γαλλικά pédo-, αγγλικά paedo-)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δο-
Πρόθημα
παιδο- ή παιδό- (και παιδ- πριν από φωνήεν)
- πρώτο συνθετικό που αναφέρεται σε παιδιά, σε παιδική ηλικία, όπως εκφράζει το δεύτερο συνθετικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παιδί
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα παιδο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα παιδό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα παιδ- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- παιδο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- παιδο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παιδο- < παῖς. Αναλύεται σε παιδ(ίον + -ο-
Πρόθημα
παιδο-
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα παιδο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα παιδό- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα παιδ- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πρόθημα
παιδο- ή σπάνια παιδό- (και παιδ- πριν από φωνήεν)
- παιδο-, πρώτο συνθετικό που δηλώνει σχέση με παιδιά, με την παιδική ηλικία όπως εκφράζει το δεύτερο συνθετικό
- παιδοτρίβης
- παιδόβρωτος
- παιδαγωγός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παιδίον
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα παιδο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα παιδό- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα παιδ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις παιδο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.