childish

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός childish
συγκριτικός more childish
υπερθετικός most childish

Ετυμολογία

childish < (κληρονομημένο) μέση αγγλική childissh < αγγλοσαξονική ċildisċ. Μορφολογικά, αναλύεται σε child + -ish

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtʃaɪldɪʃ/ (βρετανικό)
 

Επίθετο

childish (en)

  • παιδαριώδης, παιδιάστικος, αυτός που παιδιαρίζει
    Quit the childish behavior.
    Άσε τα παιδιάστικα καμώματα.
    Rob can sometimes be childish and immature for his age.
    Ο Ρομπ, κάποιες φορές, μπορεί να παιδιαρίζει και να είναι ανώριμος για την ηλικία του.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.