childish
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | childish |
| συγκριτικός | more childish |
| υπερθετικός | most childish |
Ετυμολογία
- childish < (κληρονομημένο) μέση αγγλική childissh < αγγλοσαξονική ċildisċ. Μορφολογικά, αναλύεται σε child + -ish
Επίθετο
childish (en)
- παιδαριώδης, παιδιάστικος, αυτός που παιδιαρίζει
- ↪ Quit the childish behavior.
- Άσε τα παιδιάστικα καμώματα.
- ↪ Rob can sometimes be childish and immature for his age.
- Ο Ρομπ, κάποιες φορές, μπορεί να παιδιαρίζει και να είναι ανώριμος για την ηλικία του.
- ↪ Quit the childish behavior.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.