παιδιάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιδιάτικος η παιδιάτικη το παιδιάτικο
      γενική του παιδιάτικου της παιδιάτικης του παιδιάτικου
    αιτιατική τον παιδιάτικο την παιδιάτικη το παιδιάτικο
     κλητική παιδιάτικε παιδιάτικη παιδιάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιδιάτικοι οι παιδιάτικες τα παιδιάτικα
      γενική των παιδιάτικων των παιδιάτικων των παιδιάτικων
    αιτιατική τους παιδιάτικους τις παιδιάτικες τα παιδιάτικα
     κλητική παιδιάτικοι παιδιάτικες παιδιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

παιδιάτικος, -η, -ο

  • (παρωχημένο, λογοτεχνικό) άλλη γραφή του παιδιάστικος
      Στο μέτωπο, ιδρωμένα, κολλούσανε τ' άσπρα μαλλιά, με κάτι στρουφίσματα σαν παιδιάτικα σγουρά (Άγγελος Τερζάκης, Η μενεξεδένια πολιτεία (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 81976), σ. 17)
      Στά­θη­κε και γύ­ρι­ζε χα­ρω­πή, σαν έ­νας παι­δι­ά­τι­κος α­νε­μό­μυ­λος α­πό με­τα­ξω­τό χαρ­τί (Στράτης Μυριβίλης, «Δυο γυναίκες», Πει­ρα­ϊ­κά Γράμ­μα­τα 6 (Δε­κέμ­βριος 1942), σ. 262)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.