παιδαγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παιδαγωγικός | η | παιδαγωγική | το | παιδαγωγικό |
| γενική | του | παιδαγωγικού | της | παιδαγωγικής | του | παιδαγωγικού |
| αιτιατική | τον | παιδαγωγικό | την | παιδαγωγική | το | παιδαγωγικό |
| κλητική | παιδαγωγικέ | παιδαγωγική | παιδαγωγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παιδαγωγικοί | οι | παιδαγωγικές | τα | παιδαγωγικά |
| γενική | των | παιδαγωγικών | των | παιδαγωγικών | των | παιδαγωγικών |
| αιτιατική | τους | παιδαγωγικούς | τις | παιδαγωγικές | τα | παιδαγωγικά |
| κλητική | παιδαγωγικοί | παιδαγωγικές | παιδαγωγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παιδαγωγικός < (ελληνιστική κοινή) παιδαγωγικός / γαλλική pédagogique
Επίθετο
παιδαγωγικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην αγωγή των παιδιών (με την ευρύτερη έννοια) και στην εκπαίδευση, τα σχολικά συστήματα και τη διδασκαλία (με τη στενότερη)
- που αναφέρεται στην επιστήμη της παιδαγωγικής
- που συμβάλει θετικά στην αγωγή των παιδιών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.