παγωμάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παγωμάρα | οι | παγωμάρες |
| γενική | της | παγωμάρας | — | |
| αιτιατική | την | παγωμάρα | τις | παγωμάρες |
| κλητική | παγωμάρα | παγωμάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παγωμάρα θηλυκό
- η παγωνιά
- (μεταφορικά) τρόμος, αίσθηση πολύ μεγάλου φόβου από πρόσφατο ή επικείμενο γεγονός που ακινητοποιεί (παγώνει) τον άνθρωπο και δεν μπορεί να αντιδράσει
- (μεταφορικά) πολύ ψυχρή ατμόσφαιρα σε διαπροσωπικές σχέσεις, απουσία κονωνικής επαφής
- (μεταφορικά) η αίσθηση που προκαλείται από ένα αποτυχημένο ("κρύο") αστείο
Μεταφράσεις
παγωμάρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.