παγκοσμιοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παγκοσμιοποιημένος η παγκοσμιοποιημένη το παγκοσμιοποιημένο
      γενική του παγκοσμιοποιημένου της παγκοσμιοποιημένης του παγκοσμιοποιημένου
    αιτιατική τον παγκοσμιοποιημένο την παγκοσμιοποιημένη το παγκοσμιοποιημένο
     κλητική παγκοσμιοποιημένε παγκοσμιοποιημένη παγκοσμιοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παγκοσμιοποιημένοι οι παγκοσμιοποιημένες τα παγκοσμιοποιημένα
      γενική των παγκοσμιοποιημένων των παγκοσμιοποιημένων των παγκοσμιοποιημένων
    αιτιατική τους παγκοσμιοποιημένους τις παγκοσμιοποιημένες τα παγκοσμιοποιημένα
     κλητική παγκοσμιοποιημένοι παγκοσμιοποιημένες παγκοσμιοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /paŋ.ɡo.zmi.o.pi.iˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παγκοσμιοποιημένος

Μετοχή

παγκοσμιοποιημένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.