παγιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παγιώνω < (ελληνιστική κοινή) παγιόω, -ῶ < πήγνυμι
Ρήμα
παγιώνω, πρτ.: παγίωνα, στ.μέλλ.: θα παγιώσω, αόρ.: παγίωσα, παθ.φωνή: παγιώνομαι, μτχ.π.π.: παγιωμένος
- δίνω σε κάτι τον χαρακτήρα του πάγιου, ενεργώ έτσι ώστε ένα πράγμα ή μια κατάσταση να παραμείνουν αμετάβλητα για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
- κάνω κάτι πιο ισχυρό, το ισχυροποιώ, του δίνω στέρεες βάσεις για να υπάρχει και στο μέλλον, το εδραιώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παγιώνω | παγίωνα | θα παγιώνω | να παγιώνω | παγιώνοντας | |
| β' ενικ. | παγιώνεις | παγίωνες | θα παγιώνεις | να παγιώνεις | παγίωνε | |
| γ' ενικ. | παγιώνει | παγίωνε | θα παγιώνει | να παγιώνει | ||
| α' πληθ. | παγιώνουμε | παγιώναμε | θα παγιώνουμε | να παγιώνουμε | ||
| β' πληθ. | παγιώνετε | παγιώνατε | θα παγιώνετε | να παγιώνετε | παγιώνετε | |
| γ' πληθ. | παγιώνουν(ε) | παγίωναν παγιώναν(ε) |
θα παγιώνουν(ε) | να παγιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παγίωσα | θα παγιώσω | να παγιώσω | παγιώσει | ||
| β' ενικ. | παγίωσες | θα παγιώσεις | να παγιώσεις | παγίωσε | ||
| γ' ενικ. | παγίωσε | θα παγιώσει | να παγιώσει | |||
| α' πληθ. | παγιώσαμε | θα παγιώσουμε | να παγιώσουμε | |||
| β' πληθ. | παγιώσατε | θα παγιώσετε | να παγιώσετε | παγιώστε | ||
| γ' πληθ. | παγίωσαν παγιώσαν(ε) |
θα παγιώσουν(ε) | να παγιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παγιώσει | είχα παγιώσει | θα έχω παγιώσει | να έχω παγιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παγιώσει | είχες παγιώσει | θα έχεις παγιώσει | να έχεις παγιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παγιώσει | είχε παγιώσει | θα έχει παγιώσει | να έχει παγιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παγιώσει | είχαμε παγιώσει | θα έχουμε παγιώσει | να έχουμε παγιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παγιώσει | είχατε παγιώσει | θα έχετε παγιώσει | να έχετε παγιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παγιώσει | είχαν παγιώσει | θα έχουν παγιώσει | να έχουν παγιώσει |
| |
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παγιώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.